ακρομανης

ακρομανης
    ἀκρομανής
    ἀκρο-μᾰνής
    2
    помешанный, сумасшедший Her.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ακρομανης" в других словарях:

  • ακρομανής — ἀκρομανής, ές (Α) 1. αυτός πού βρίσκεται στα πρόθυρα τής παραφροσύνης, τής τρέλας 2. κάπως τρελός, τρελούτσικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙ) + μανής < ἐμάνην < μαίνομαι] …   Dictionary of Greek

  • ἀκρομανής — on the verge of madness masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»